Πάσχετε από
διαβήτη; Σας έχουν πει ότι πρέπει να ακολουθείτε μια χαμηλή σε λίπη και υψηλή
σε υδατάνθρακες δίαιτα; Η βάση της διατροφής σας είναι οι υδατάνθρακες (ψωμί,
ρύζι, μακαρόνια); Σας έχουν πει ότι ο μόνος τρόπος ελέγχου του σακχάρου είναι η
λήψη χημικών φαρμάκων; Τι θα λέγατε, αν μαθαίνατε ότι αυτές οι συμβουλές είναι
εσφαλμένες και επικίνδυνες για την υγεία σας και ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντα
των μεγάλων εταιρειών φαρμάκων;
Υπάρχουν δύο
τύποι διαβήτη: ο διαβήτης τύπου 1 και ο διαβήτης τύπου 2. Ο διαβήτης τύπου 1
εμφανίζεται συνήθως πολύ νωρίς στη ζωή και σχετίζεται με την ικανότητα του
παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη. Ο διαβήτης τύπου 1 συχνά ονομάζεται
ινσουλινο-εξαρτώμενος διαβήτης, επειδή οι άνθρωποι με αυτή την ασθένεια πρέπει
να κάνουν καθημερινά ενέσεις ινσουλίνης. Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται συνήθως
αργά στη ζωή και είναι πολύ περισσότερο κοινός από τον διαβήτη τύπου 1. Πάνω
από το 90% των ανθρώπων με διαγνωσμένο διαβήτη έχουν διαβήτη τύπου 2 (1). Οι
άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 μπορεί να έχουν έλλειψη στην ποσότητα της
ινσουλίνης που παράγεται από το πάγκρεας, αλλά δεν είναι εξαρτώμενοι από
ενέσεις ινσουλίνης. Ο τρόπος που το σώμα χρησιμοποιεί την ινσουλίνη μπορεί επίσης
να εξασθενεί στον διαβήτη τύπου 2.
Υπάρχουν
επίσης μερικοί άνθρωποι που βρίσκονται σε μια κατάσταση γνωστή ως προδιαβητική.
Αυτό σημαίνει ότι οι επιδράσεις της ινσουλίνης εξασθενούν, αλλά όχι σε βαθμό
που να συνδέεται με διάγνωση διαβήτη.
Σε αυτό το
άρθρο θα αναφερθούμε στον διαβήτη τύπου 2. Ο διαβήτης έχει φτάσει σε επιδημικά ποσοστά
και προσβάλλει περισσότερους από 170 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Παγκόσμιοι υπολογισμοί προβλέπουν ότι 300 εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν διαβήτη
το έτος 2025 (2). Παρά το γεγονός ότι ο διαβήτης αυξάνεται ραγδαία σε πολλές
χώρες, υπάρχει πολύ λίγη προσπάθεια κατευθυνόμενη προς την ανεύρεση του τι
προκαλεί την ασθένεια. Όπως με την καρδιοπάθεια, τα περισσότερα από τα κεφάλαια
που είναι διαθέσιμα για έρευνα στον διαβήτη έχουν εστιαστεί σε παράγοντες
κινδύνου για την ασθένεια και για την εξέταση νέων φαρμάκων αντί για την αιτία.
Οι πληροφορίες που μας δίνονται για την πραγματική αιτία του διαβήτη είναι ασαφείς
και οι διατροφικές συμβουλές που δίνονται στους διαβητικούς είναι γεμάτες από
αντιφάσεις.
Επικίνδυνες για την υγεία οι διατροφικές
συμβουλές που δίνονται στους διαβητικούς
Η ινσουλίνη
χρειάζεται για τη μείωση των επιπέδων γλυκόζης του αίματος. Ως εκ τούτου ο
διαβήτης όλων των τύπων χαρακτηρίζεται από ανικανότητα στη μείωση των επιπέδων
γλυκόζης του αίματος μετά την κατανάλωση υδατανθράκων. Ο κύριος στόχος στην
αντιμετώπιση του διαβήτη είναι να ελεγχθεί η ποσότητα της γλυκόζης στο αίμα.
Είναι παράλογο τότε ότι στους περισσότερους διαβητικούς δίνεται η συμβουλή να τρώνε
μια χαμηλή σε λίπος, υψηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα – μια δίαιτα η οποία θα
αυξήσει τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος.
Στους
διαβητικούς δίνεται η συμβουλή να αποφεύγουν να τρώνε λίπος από φόβο ότι το
διατροφικό λίπος θα τους κάνει να αποκτήσουν βάρος. Ωστόσο αυτή είναι εσφαλμένη
αντίληψη και στην πραγματικότητα οι πάρα πολλοί υδατάνθρακες στη διατροφή είναι
πιο πιθανό να συντελέσουν στην απόκτηση βάρους. Δεν είναι έκπληξη ότι οι
περισσότεροι άνθρωποι που έχουν διαβήτη είναι επίσης υπέρβαροι – αυτοί οι άνθρωποι
που είναι επιρρεπείς να έχουν υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, ενώ ακολουθούν
μια δίαιτα που είναι υψηλή σε υδατάνθρακες, θα είναι σε κίνδυνο να αποκτήσουν
βάρος και να αναπτύξουν διαβήτη. Είναι παράλογο να δίνεται η συμβουλή στους
διαβητικούς να τρώνε αμυλώδεις τροφές όπως ψωμί, ρύζι και μακαρόνια. Αυτές
είναι οι χειρότερες τροφές που μπορούμε να τρώμε, αν προσπαθούμε να έχουμε
έλεγχο στα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος.
Όταν
συνεχίζουμε να καταναλώνουμε πάρα πολλούς υδατάνθρακες, το σώμα πρέπει να συνεχίσει
να παράγει περισσότερη ινσουλίνη σε μια προσπάθεια να μειώσει τα επίπεδα
γλυκόζης του αίματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα υψηλά επίπεδα ινσουλίνης στην
κυκλοφορία του αίματος. Τα κύτταρα του σώματος απαντούν σε αυτό το υψηλό
επίπεδο ινσουλίνης στο αίμα μειώνοντας τον αριθμό των υποδοχέων ινσουλίνης στις
μεμβράνες τους (3). Η μείωση του αριθμού των υποδοχέων ινσουλίνης σημαίνει ότι
τα κύτταρα είναι ανθεκτικά στην ινσουλίνη. Αυτή η ανθεκτικότητα συμβαίνει,
επειδή η ινσουλίνη δεν μπορεί να δράσει πάνω σε κύτταρα χωρίς να είναι
διαθέσιμοι οι υποδοχείς της. Ιατρικά αυτή η κατάσταση είναι γνωστή ως αντίσταση
στην ινσουλίνη.
Η αντίσταση
στην ινσουλίνη προλαμβάνει τη μείωση των επιπέδων γλυκόζης του αίματος. Το
επίπεδο όμως της γλυκόζης του αίματος μπορεί να είναι ακόμα πολύ υψηλό, έτσι το
πάγκρεας πρέπει να απελευθερώσει ακόμα περισσότερη ινσουλίνη στην κυκλοφορία
του αίματος. Τα κύτταρα θα απαντήσουν με το να γίνουν περισσότερο ανθεκτικά
στην ινσουλίνη και αναπτύσσεται ένας φαύλος κύκλος. Αυτός ο κύκλος μπορεί να
συνεχίζεται για έναν αριθμό ημερών, εβδομάδων ή ακόμα και χρόνων.
Η συνεχόμενη
παραγωγή υψηλών επιπέδων ινσουλίνης προλαμβάνει επίσης την απελευθέρωση
αποθηκευμένου σωματικού λίπους και συντελεί στην απόκτηση βάρους. Το αυξημένο
σωματικό λίπος μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα περισσότερη αντίσταση στην
ινσουλίνη, κάνοντας την κατάσταση ακόμα χειρότερη.
Η ινσουλίνη
παράγεται από κύτταρα του παγκρέατος που ονομάζονται βήτα κύτταρα. Διάφορες
μελέτες έχουν δείξει ότι η αυξημένη απαίτηση για ινσουλίνη και τα υψηλά επίπεδα
ινσουλίνης στο αίμα μπορούν να επηρεάσουν άμεσα τη λειτουργία των βήτα κυττάρων
(4). Τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης μπορούν επίσης να βλάψουν τα βήτα κύτταρα.
Η παραπανίσια
γλυκόζη στο αίμα μετατρέπεται σε έναν τύπο λίπους που ονομάζεται τριγλυκερίδιο.
Πάρα πολλά τριγλυκερίδια στο αίμα μπορούν επίσης να βλάψουν τα βήτα κύτταρα.
Τελικά τα βήτα κύτταρα μπορούν να εξαντληθούν και να γίνουν ανίκανα να παράγουν
αρκετή ινσουλίνη, που βλάπτει περαιτέρω την ικανότητα του σώματος να μειώνει τα
επίπεδα της γλυκόζης του αίματος – οδηγώντας στη διάγνωση του διαβήτη.
Η
γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι μια μέτρηση για τον διαβήτη. Το φυσιολογικό
επίπεδο της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης είναι λιγότερο από 7% και επίπεδα
πάνω από 9% δεν είναι φυσιολογικά. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetes βρήκε
ότι μια υψηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα διατήρησε υψηλά τα επίπεδα της
γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2, αλλά μια υψηλή
σε πρωτεΐνη και λίπος δίαιτα μείωσε τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (5). Με την
υψηλή σε πρωτεΐνη και λίπος δίαιτα φάνηκε μια μείωση στο τέλος της πρώτης
εβδομάδας, και μετά από πέντε εβδομάδες επιτεύχθηκε μείωση στη γλυκοζυλιωμένη
αιμοσφαιρίνη 22% (από 9,8% σε 7,6%).
Η χαμηλή σε
λίπη και υψηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα για πολλούς ανθρώπους είναι ένας σπουδαίος
παράγοντας για την ανάπτυξη του διαβήτη. Είναι ακριβώς ο τύπος της δίαιτας ο
οποίος για έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων θα οδηγήσει στη συνεχιζόμενη εξέλιξη της
ασθένειας. Αυξάνει επίσης τον κίνδυνο για επιπλέον επιπλοκές.
Ένας από τους
κύριους στόχους της θεραπείας του διαβήτη με φάρμακα είναι να ελέγξει τα
επίπεδα γλυκόζης του αίματος. Άλλος στόχος της θεραπείας με φάρμακα είναι να
χαμηλώσει τα επίπεδα ολικής χοληστερίνης και την LDL. Πιστεύεται ότι η μείωση της χοληστερίνης
θα μειώσει τον αυξημένο κίνδυνο που έχουν οι διαβητικοί για καρδιοπάθεια.
Ωστόσο οι άνθρωποι με διαβήτη δεν έχουν αυξημένα επίπεδα LDL (6). Είναι σύνηθες να βρίσκονται φυσιολογικά
επίπεδα LDL σε διαβητικούς και στην πραγματικότητα η ολική χοληστερίνη τείνει
να είναι χαμηλή (7). Η ολική χοληστερίνη και τα επίπεδα της LDL δεν
αποτελούν κίνδυνο για τους διαβητικούς. Οι πραγματικοί κίνδυνοι για τους
διαβητικούς αναλύονται παρακάτω.
Η υψηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα αυξάνει τα
τριγλυκερίδια
Όταν τρώμε πάρα
πολλούς υδατάνθρακες, τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος αυξάνονται γρήγορα. Επειδή
τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης του αίματος είναι πολύ επικίνδυνα και μπορούν να
προκαλέσουν σημαντική ζημιά στο σώμα, αυτή η παραπανίσια γλυκόζη πρέπει να
μετατραπεί σε λίπος. Ο τύπος του λίπους που παράγεται από τη γλυκόζη ονομάζεται
τριγλυκερίδιο. Ως εκ τούτου μια δίαιτα που περιέχει πάρα πολλούς υδατάνθρακες
οδηγεί σε υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων στο αίμα. Πολυάριθμες μελέτες έχουν βρει
ότι μια δίαιτα χαμηλή σε λίπη και υψηλή σε υδατάνθρακες προκαλεί υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων
στο αίμα (8-12) και ένα υψηλό επίπεδο τριγλυκεριδίων είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό
του διαβήτη (13). Ενώ, όπως αναλύω στο βιβλίο μου «Χοληστερίνη: Ένας σύγχρονος
μύθος», η υψηλή χοληστερίνη και η LDL δεν αποτελούν κίνδυνο για
καρδιοπάθεια, τα υψηλά τριγλυκερίδια αποτελούν.
Τα υψηλά
επίπεδα τριγλυκεριδίων στο αίμα μειώνουν τα επίπεδα της HDL. Αυτός είναι ο λόγος που υψηλά
επίπεδα τριγλυκεριδίων και χαμηλά επίπεδα HDL βρίσκονται τόσο συχνά μαζί. Μαζί με
υψηλά τριγλυκερίδια, οι διαβητικοί έχουν σχεδόν πάντα χαμηλά επίπεδα HDL. Είναι αποδεδειγμένο ότι
μια υψηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα μειώνει τα επίπεδα της HDL. Άρα μια υψηλή σε υδατάνθρακες
δίαιτα αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιοπάθεια στους διαβητικούς.
Το μέγεθος του μορίου της LDL
Άλλη μια ανωμαλία
που συμβαίνει στους διαβητικούς σχετίζεται με το πραγματικό μέγεθος των μορίων
της LDL. Αυτό δεν
σχετίζεται με το επίπεδο ή τον αριθμό των μορίων LDL στο αίμα, αλλά συνδέεται με τη
διάμετρο των μορίων LDL.
Οι διαβητικοί έχουν μικρότερες LDLs.
Καθώς οι LDLs γίνονται μικρότερες σε μέγεθος, οι ιδιότητές τους αλλάζουν
σημαντικά και οι επιδράσεις τους μπορεί να είναι διαφορετικές από τις LDLs μεγάλου
ή φυσιολογικού μεγέθους. Όταν οι LDLs είναι μικρότερες σε διάμετρο, μπορούν
να περνούν μέσα από το εσωτερικό τοίχωμα μιας αρτηρίας πολύ πιο εύκολα. Μπορούν
επίσης να οξειδώνονται πιο εύκολα και να προκαλούν επιπλέον βλάβη των ιστών.
Είναι τώρα ευρέως
αναγνωρισμένο ότι μικρότερα μόρια της LDL συνδέονται με μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιοπάθεια
(14-15) και μεγαλύτερα μόρια LDL
συνδέονται με μακροζωία (16). Με άλλα λόγια δεν έχει σημασία πόσο LDL έχετε,
αλλά ποιο είναι το μέγεθος των μορίων της LDL. Αν έχετε υψηλή LDL, αλλά τα μόρια της LDL είναι μεγάλα ή φυσιολογικά, δεν έχετε
κίνδυνο για καρδιοπάθεια. Αντίθετα αν τα μόρια της LDL είναι μικρά,
τότε ανεξάρτητα από το πόσο LDL έχετε, διατρέχετε κίνδυνο για καρδιοπάθεια. Μια δίαιτα που είναι
υψηλότερη σε κορεσμένο λίπος στην πραγματικότητα αυξάνει το μέγεθος των μορίων της
LDL (17-18) και μια δίαιτα
υψηλή σε υδατάνθρακες και χαμηλή σε κορεσμένο λίπος οδηγεί σε μικρότερο μέγεθος
των μορίων της LDL (19-20).
Αυτά τα γεγονότα από μόνα τους είναι αρκετά, για να αποδείξουν ότι μια δίαιτα
χαμηλή σε λίπη και υψηλή σε υδατάνθρακες είναι επιζήμια για τους ανθρώπους που
έχουν διαβήτη και επίσης για τον γενικό πληθυσμό. Οι αποδείξεις όμως κατά μιας
δίαιτας χαμηλής σε λίπη και υψηλής σε υδατάνθρακες δεν σταματούν εκεί. Τα υψηλά
επίπεδα γλυκόζης του αίματος που αποτελούν αποτέλεσμα της κατανάλωσης πάρα
πολλών υδατανθράκων βλάπτει τις αρτηρίες μας.
Πώς η υψηλή γλυκόζη βλάπτει τις αρτηρίες
Τα αιμοφόρα
αγγεία και οι αρτηρίες μας είναι δυναμικές. Είναι σε μια συνεχή κατάσταση αλλαγής.
Οι αλλαγές που συμβαίνουν ελέγχονται από τα ενδοθηλιακά κύτταρα. Αυτά τα
κύτταρα βρίσκονται στο εσωτερικό τοίχωμα των αιμοφόρων αγγείων και αρτηριών και
εκτελούν μια μεγάλη ποικιλία διαφορετικών εργασιών. Γενικά κρατούν κάθε τι μέσα
στα αγγεία και στις αρτηρίες σε ισορροπία και υπό έλεγχο. Η παρουσία πάρα πολλής
γλυκόζης στο αίμα μπορεί να βλάψει τη φυσιολογική λειτουργία των ενδοθηλιακών κυττάρων
(21-22). Συγκεκριμένα η υψηλή γλυκόζη του αίματος μπορεί να εμποδίζει τα
αιμοφόρα αγγεία από το να διαστέλλονται. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες για τη
ροή του αίματος και του οξυγόνου μέσω των αιμοφόρων αγγείων στην καρδιά. Τα
ενδοθηλιακά κύτταρα συνθέτουν ένα συστατικό που ονομάζεται μονοξείδιο του
αζώτου. Αυτό το συστατικό κάνει τα αιμοφόρα αγγεία να διαστέλλονται, ώστε το
αίμα να μπορεί να περάσει μέσα από αυτά πιο εύκολα. Τα υψηλά επίπεδα της
γλυκόζης στο αίμα μπορεί να εμποδίζει την ικανότητα των ενδοθηλιακών κυττάρων
να παρασκευάζουν μονοξείδιο του αζώτου. Και επιπλέον, το μονοξείδιο του αζώτου αναμειγνύεται
σε έναν αριθμό άλλων λειτουργιών που προστατεύουν από την καρδιοπάθεια.
Είναι
αποδεδειγμένο ότι οι διαβητικοί έχουν προβληματική ενδοθηλιακή κυτταρική
λειτουργία, αλλά μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι αυτά τα προβλήματα μπορούν να
συμβούν σε ανθρώπους που έχουν απλώς ελάχιστα υψηλά επίπεδα γλυκόζης του
αίματος, σημαντικά χαμηλότερα από τα επίπεδα που συνδέονται με τον διαβήτη.
Αυτές είναι
μερικές από τις εξηγήσεις που τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης του αίματος έχουν
επανειλημμένα φανεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιοπάθεια. Υπάρχει μια βαθμιαία
σχέση ανάμεσα στα επίπεδα γλυκόζης του αίματος και στην καρδιοπάθεια, ακόμα και
πιο κάτω από το όριο για διαβήτη. Ερευνητές εξέτασαν 20 δημοσιευμένες μελέτες
σε αυτό το θέμα, που περιέλαβαν 95.783 ανθρώπους. Οι συγγραφείς συμπέραναν: «Η σχέση ανάμεσα στα επίπεδα γλυκόζης του
αίματος και στον καρδιαγγειακό κίνδυνο εκτείνονται κάτω από το διαβητικό όριο»
(23).
Υψηλή γλυκόζη και φλεγμονή
Η φλεγμονή
αποτελεί ένα σημαντικό μέρος στην ανάπτυξη της καρδιοπάθειας. Μελέτες έχουν ξεκάθαρα
δείξει ότι μια δίαιτα υψηλή σε υδατάνθρακες αυξάνει τη φλεγμονή (24). Άλλες μελέτες
έχουν δείξει ότι η φλεγμονή μειώνεται με την αύξηση του περιεχομένου της πρωτεΐνης
και του λίπους στη διατροφή (25).
Για να
καθορίσουν το επίπεδο της φλεγμονής στο σώμα, οι ερευνητές μετράνε ένα
συστατικό που ονομάζεται C-Αντιδρώσα
Πρωτεΐνη (C-Reactive Protein, CRP). Υψηλά επίπεδα της CRP συνδέονται
με έναν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια. Η CRP αυξάνεται
σημαντικά, όταν αυξάνεται το γλυκαιμικό φορτίο στη διατροφή. Το γλυκαιμικό
φορτίο σχετίζεται με το περιεχόμενο σε υδατάνθρακες της δίαιτας. Όσο πιο υψηλό
είναι το περιεχόμενο της δίαιτας σε υδατάνθρακες, τόσο πιο υψηλό θα είναι το
γλυκαιμικό φορτίο. Αυτή η αύξηση στη CRP που συνδέεται με αυξημένο γλυκαιμικό
φορτίο θα μπορούσε να μεταφραστεί σε 60% αυξημένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια.
Παρ’ όλα αυτά οι ειδικοί συνιστούν στους διαβητικούς μια δίαιτα υψηλή σε
υδατάνθρακες.
Οι διαβητικοί χρειάζονται συμπληρώματα
βιταμινών και μετάλλων
Οι περισσότεροι
γιατροί υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των διαβητικών, δεν
χρειάζεται να λαμβάνουν διατροφικά συμπληρώματα, αν ακολουθούν μια ισορροπημένη
διατροφή. Όπως είδαμε, η χαμηλή σε λίπη
και υψηλή σε υδατάνθρακες διατροφή που οι γιατροί συνιστούν στους διαβητικούς
είναι βλαβερή για την υγεία τους. Ας δούμε πόσο επικίνδυνη είναι για την υγεία των
διαβητικών η συμβουλή να μη λαμβάνουν διατροφικά συμπληρώματα.
Οι διαβητικοί έχουν υποφέρει χρόνια από
διατροφικές ελλείψεις ως αποτέλεσμα του οξειδωτικού στρες μιας υψηλής σε
υδατάνθρακες δίαιτας. Ακόμα και με την καλύτερη δίαιτα, η πρόσληψή σας σε
ορισμένες σημαντικές βιταμίνες και μέταλλα μπορεί να είναι χαμηλή για τις
ανάγκες σας. Γιατί; Διότι το υψηλό σάκχαρο του αίματος, τα υψηλά επίπεδα ινσουλίνης
και η αντίσταση στην ινσουλίνη κάνουν το σώμα σας να παράγει μεγάλες ποσότητες
ελευθέρων ριζών, που τα αντιοξειδωτικά του σώματός σας δεν μπορούν να
αντιμετωπίσουν. Τότε βρίσκεστε σε οξειδωτικό στρες και οι ελεύθερες ρίζες
βλάπτουν τα κύτταρα του σώματός σας. Την ίδια στιγμή, με μια διαδικασία που
ονομάζεται γλύκανση, το παραπανίσιο σάκχαρο στο αίμα σας μπορεί να βλάψει τα
κύτταρα. Το οξειδωτικό στρες μπορεί επίσης να κάνει μεγάλη ζημιά στα αιμοφόρα
αγγεία και στις καταλήξεις των νεύρων, που συντελεί στις περισσότερες από τις
επιπλοκές του διαβήτη, όπως ασθένεια των νεφρών, των οφθαλμών, νευροπάθεια και
ακόμα ανάγκη για ακρωτηριασμό.
Ένας άλλος
λόγος που τα συμπληρώματα διατροφής είναι σημαντικά για τους ανθρώπους με
προβλήματα σακχάρου στο αίμα είναι ο εξής: Τα φάρμακα που λαμβάνονται για το
υψηλό σάκχαρο του αίματος μπορούν να εμποδίζουν την απορρόφηση βιταμινών και
μετάλλων από την τροφή. Τα συμπληρώματα μπορούν να καλύψουν αυτές τις
διατροφικές ανάγκες.
Ας δούμε
μερικά παραδείγματα από όπου φαίνεται ότι η διατροφή από μόνη της δεν μπορεί να
καλύψει τις ανάγκες των διαβητικών σε βιταμίνες και μέταλλα. Οι διαβητικοί
έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης C,
ακόμα και όταν λαμβάνουν αρκετή ποσότητα από τη διατροφή τους (26). Είναι
πιθανό ότι η αιτία γι’ αυτό είναι η υπεργλυκαιμία. Τη βιοτίνη δεν μπορείτε να
τη λάβετε από την τροφή, αν και μερικές τροφές, όπως οι κρόκοι των αυγών,
περιέχουν βιοτίνη. Αντίθετα τα βακτήρια στο έντερό σας την παρασκευάζουν. Και
όμως η βιοτίνη αυτή δεν αρκεί για τους διαβητικούς. Μεγάλες δόσεις βιοτίνης που
μπορούν να ληφθούν μόνο από διατροφικά συμπληρώματα μπορούν να χαμηλώσουν το
σάκχαρο του αίματος βελτιώνοντας την ευαισθησία στην ινσουλίνη (27). Αν έχετε
χαμηλά επίπεδα χρωμίου, αυτό θα κάνει τα προβλήματα σακχάρου χειρότερα. Αυξάνοντας
τα επίπεδα χρωμίου μπορείτε να βελτιώσετε την αντίσταση στην ινσουλίνη σας.
Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι η διατροφική πρόσληψη χρωμίου είναι ανεπαρκής (28).
Οι διαβητικοί χρειάζονται από 400-1.000 mcg χρωμίου την ημέρα, μια ποσότητα που
δεν μπορεί να ληφθεί με τη διατροφή. Για παράδειγμα υπάρχουν μόνο 20 mcg χρωμίου
σε μια κούπα μπρόκολο. Πολλοί διαβητικοί έχουν χαμηλά επίπεδα μαγνησίου, ακόμα
και αν το λαμβάνουν σε επαρκείς ποσότητες από την τροφή τους. Παρόμοια άνθρωποι
με χαμηλά επίπεδα μαγνησίου, ακόμα και αν καταναλώνουν μια επαρκή ποσότητα,
έχουν πιθανότητα να πάθουν διαβήτη. Στην πραγματικότητα, τα χαμηλά επίπεδα
μαγνησίου θεωρούνται ότι προβλέπουν τον διαβήτη (29). Οι διαβητικοί έχουν πολύ
χαμηλά επίπεδα ψευδαργύρου. Αν έχετε χαμηλά επίπεδα ψευδαργύρου, είναι δύσκολο
να τα αυξήσετε μόνο μέσα από τη δίαιτά σας – τα συμπληρώματα ψευδαργύρου είναι
σχεδόν πάντα απαραίτητα.
Οι διαβητικοί
χρειάζονται συμπληρώματα αντιοξειδωτικών (βιταμίνη C, βιταμίνη Ε, βιταμίνες του
συμπλέγματος Β, λιποϊκό οξύ, βιοτίνη, ινοσιτόλη), για να μειώνουν τη βλάβη που
προκαλούν οι ελεύθερες ρίζες, καθώς και συμπληρώματα που ρυθμίζουν το σάκχαρο
του αίματος (χρώμιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, ψευδάργυρος, συνένζυμο Q10). Μπορούν επίσης να
λαμβάνουν και βότανα για τον έλεγχο του σακχάρου, όπως fenugreek, κανέλλα, σκόρδο, turmeric και gymnema sylvestre.
Προσοχή: Τα
συμπληρώματα που σταθεροποιούν το σάκχαρο του αίματος μπορούν να επιδρούν στα
φάρμακα που παίρνετε για το σάκχαρο του αίματος και την υπέρταση. Ενημερώστε
τον γιατρό σας, αν λάβετε συμπληρώματα για τον έλεγχο του σακχάρου.
Επίλογος
Οι διατροφικές
συμβουλές που δίνονται στους διαβητικούς είναι εσφαλμένες και επικίνδυνες για
την υγεία τους. Συνέπεια αυτών των συμβουλών είναι να επιδεινώνεται η κατάσταση
των διαβητικών και να αναγκάζονται να λαμβάνουν φάρμακα για τον έλεγχο του
σακχάρου εφ’ όρου ζωής. Η ιδανική διατροφή των διαβητικών είναι μια υψηλή σε
λίπη και χαμηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα και μια πιο φυσική αντιμετώπιση του
διαβήτη αντί για χημικά φάρμακα είναι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμινών και
μετάλλων καθώς και βοτάνων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Allan C.B., Lutz W., Life without bread: How a low-carbohydrate diet can save your life, 2000
2. Heine R.J., et al., Management of hyperglycaemia in type 2 diabetes, British Medical Journal, 333, 1200-1204, 2006
3. Shallenberger F., The type 2 diabetes breakthrough: A revolutionary approach to treating type 2 diabetes, 2006
4. Ludwig D.S., The glycemic index: Physiological mechanisms relating to obesity, diabetes, and cardiovascular disease, Journal of the American Medical Association, 287, 2414-2423, 2002
5. Gannon M.C., Nuttall F.Q., Effect of a high-protein, low-carbohydrate diet on blood glucose control in people with type 2 diabetes, Diabetes, 53,
2375-2382, 2004
6. Colhoun H.M., et al., Primary prevention of cardiovascular disease with atorvastatin in type
2 diabetes in the collaborative atorvastatin diabetes study (CARDS): Multicentre randomized placebo-controlled
trial, Lancet, 364, 685-696, 2004
7. Sniderman A.D., et al., Hypertriglyceridemic HyperapoB in type 2 diabetes, Diabetes Care, 25,
579-582, 2002
8. Liu S., et al., Dietary glycemic load assessed by food-frequency questionnaire in relation to plasma high-density-lipoprotein cholesterol and fasting plasma triacylglycerols
in postmenopausal women, American Journal of Clinical Nutrition, 73, 560-566, 2001
9. Garg A., Grundy S.M., Koffler M., Effect of high carbohydrate intake on hyperglycemia, islet function,
and plasma lipoproteins in NIDDM, Diabetes Care, 15, 1572-1580, 1992
10. Garg A., et al., Effects of varying
carbohydrate content of diet in patients with non-insulin-dependent diabetes
mellitus, Journal of the American Medical Association, 271, 1421-1428, 1994
11. Samaha F.F., et al., A low-carbohydrate as compared with a low-fat diet in severe obesity, New England Journal of Medicine, 348, 2074-2081, 2003
12. Yancy W.S., et al., A low-carbohydrate, ketogenic diet verses a low-fat diet to treat obesity and hyperlipidemia, Annals of Internal Medicine, 140,
769-777, 2004
13. Syvanne M., Taskinen M., Lipids and lipoproteins as coronary risk factors in non-insulin dependent diabetes mellitus, Lancet, 350(suppll), 20-23, 1997
14. Coresh J., et al., Association of plasma triglyceride
concentration and LDL particle diameter, density, and chemical composition with
premature coronary artery disease in men and women, Journal of Lipid Research,
34, 1687-1697, 1993
15. Campos H., et al., Low density lipoprotein particle size and coronary artery disease, Arteriosclerosis,
Thrombosis, and Vascular Biology, 12, 187-195, 1992
16. Heijmans B.T., et al., Lipoprotein particle profiles mark familial and sporadic human longevity, PLoS Medicine, 3, 12,
2317-2323, 2006
17. Dreon D.M., et al., Change in dietary saturated fat intake is correlated with
change in mass of large low-density-lipoprotein particles in men, American
Journal of Clinical Nutrition, 67, 828-836, 1998
18. Sjogren P., et al., Milk-derived
fatty acids are associated with a more favorable LDL particle size distribution
in healthy men, Journal of Nutrition, 134, 1729-1735, 2004
19. Dreon D.M. et al., Reduced LDL
particle size in children consuming a very-low-fat diet is related to parental
LDL-subclass patterns, American Journal of Clinical Nutrition, 71, 6,
1611-1616, 2000
20. Dreon D.M., et al., A very-low-fat diet is not associated with improved lipoprotein profiles in men with a predominance of large, low density lipoproteins, American Journal of Clinical Nutrition, 69,
411-418, 1999
21. Williams S.B., et al., Acute hyperglycemia attenuates endothelium-dependent vasodilation in humans in vivo, Circulation, 97, 1695-1701, 1998
22. Title L.M., et al., Oral glucose loading acutely attenuates endothelium-dependent vasodilation in healthy adults without diabetes: An effect prevented by vitamins C
and E, Journal of the American
College of Cardiology,
36, 2185-2191, 2000
23. Coutinho M., et al., The relationship between glucose and incident cardiovascular events. A
metaregression analysis of published data from 20 studies of 95.783 individuals
followed for 12,4 years, Diabetes Care, 22, 233-240, 1999
24. Liu S., et al., Relation between a diet with a high
glycemic and plasma concentrations of high-sensitivity C-Reactive Protein in
middle-aged women, American Journal of Clinical Nutrition, 75, 492-498, 2002
25. Shai I., et
al., Weight loss with a low-carbohydrate, Mediterranean,
or low-fat diet, New England Journal of Medicine, 359, 229-241, 2008
26. Sinclair A. J., Taylor P.B., Lunec J., et al., Low plasma ascorbate levels in patients with type 2 diabetes mellitus consuming adequate dietary vitamin C, Diabetic Medicine, 11, 9, 893-898, 1994
27. Maebashi M., Makino Y., Kurukawa Y., et al., Therapeutic evaluation of the effect of biotin on hyperglycemia in patients with non-insulin dependent diabetes mellitus, Journal of Clinical Biochemistry and Nutrition, 14,
211-218, 1993
28. Anderson R.A., Chromium, glucose intolerance and diabetes, Journal of the American College of Nutrition, 17, 6, 548-555, 1998
29. Kao W.H., Folsom A.R., Nieto F.J., et al., Serum and dietary magnesium and the risk for type 2 diabetes mellitus: The atherosclerosis risk in communities study, Archives of Internal Medicine, 159,
18, 2151-2159, 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου